- ξενώνω
- μετ.1) отчуждать (имущество); 2) исключать из наследства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… … Dictionary of Greek
ξενώ — ξενῶ, όω (Α) βλ. ξενώνω … Dictionary of Greek